αποπροσανατολισμένοι ξαφνικά βλέπουν ένα ωραίο σπίτι.
Ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουν μέσα, αλλά δεν ήταν κανείς.
Δεν πειράζει σκέφτηκαν και πήγαν να κοιμηθούν, αλλά υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι κι έτσι ο
παπάς το παραχώρησε στην καλόγρια και θα κοιμόταν ο ίδιος στο πάτωμα μέσα σε έναν υπνόσακο.
Εκεί που είχε ξαπλώσει αυτός και είχε κλείσει και το φερμουάρ του υπνόσακου, του λέει η καλόγρια:
- Πάτερ, κρυώνω.
- Αδερφή, κάτσε στο κρεβάτι, θα πάω να σου φέρω εγώ να σκεπαστείς.
Πάει μέσα, ανοίγει τη ντουλάπα, της φέρνει μία κουβέρτα.
Ξαναπέφτει για ύπνο στο πάτωμα, όταν μέσα σε δύο λεπτά:
- Πάτερ, ακόμα κρυώνω.
- Αδερφή, μην ανησυχείς, θα σου φέρω εγώ κουβέρτα.
Πάει πάλι μέσα, ανοίγει τη ντουλάπα και της φέρνει κι άλλη κουβέρτα.
Ξαναπέφτει για ύπνο, οπότε γυρνάει σε ένα λεπτό πάλι η καλόγρια:
- Πάτερ, κάνει πολύ κρύο γιατί εγώ ακόμα κρυώνω.
- Αδερφή, κοίτα. Είμαστε μόνοι μας στη μέση του πουθενά και δεν μας βλέπει κανένας.
Θα σε πείραζε για απόψε να κάνουμε ότι κάνει ένα παντρεμένο ζευγάρι;
- Όχι πάτερ, δεν θα με πείραζε.
- Ε τότε σήκω πάνω και πάρε την μόνη σου την κουβέρτα